- προκατεργάζομαι
- Α [κατεργάζομαι]1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.)3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)4. καταβάλλω προηγουμένως5. υποτάσσω, υποδουλώνω προηγουμένως6. (με παθ. σημ.) α) κατατρίβομαι, εξαντλούμαι προηγουμένωςβ) (για τροφή) χωνεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.